ποδεῖον

ποδεῖον
ποδ-εῖον, τό, ([etym.] πούς)
A sock or legging, puttee (expld. by

εἴλημα τῶν ποδῶν Theognost.Can.128

): in pl., CritiasFr.65D., Crates Com.34, IG22.1425.402, Thphr.HP7.13.8, etc.—On the accent, v. Theognost. l.c., Hsch.: written πόδειον in Phot., codd. Thphr.l.c.;

ποδέων ζεύγη PCair.Zen.778.5

(iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποδεῖον — sock neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδείον — και πόδειον, τὸ, Α ταινία γύρω από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. ειον] …   Dictionary of Greek

  • πόδειον — τὸ, Α βλ. ποδεῑον …   Dictionary of Greek

  • ποδεῖα — ποδεῖον sock neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδιά — η, Ν 1. περίζωμα, κομμάτι υφάσματος, δέρματος, πλαστικού που καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος, από το στήθος ή τη μέση ώς τα γόνατα, και δένεται πίσω με ζώνη, για να προστατεύει από λερώματα κατά την ώρα τής εργασίας (α. «ποδιά τής… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”